- πρόβλεπε
- προβλέπωforeseepres imperat act 2nd sgπροβλέπωforeseeimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… … Dictionary of Greek
νάτο — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… … Dictionary of Greek
σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… … Dictionary of Greek
υδρομαντεία — Η πρόβλεψη του μέλλοντος, από την εξέταση των κυματισμών, της διαφάνειας και του χρώματος του νερού. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό και αρχαιοδίφη Ουάρωα, οι Έλληνες παρέλαβαν την υ. από τους Πέρσες, την εποχή της εκστρατείας του Ξέρξη στην… … Dictionary of Greek
Μπαλζάκ, Ονορέ ντε- — (Honore de Balzac, Τουρ 1799 – Παρίσι 1850). Γάλλος μυθιστοριογράφος. Ένα τεράστιο σώμα, ένα κεφάλι μεγάλο, πόδια πολύ μικρά, χέρια πολύ κοντά: αυτός ο γιγάντιος και άμορφος άνθρωπος έγραψε, μέσα σε είκοσι χρόνια, κάπου ενενήντα μυθιστορήματα,… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Ραμσής — Όνομα 11 και κατ’ άλλους 13 Αιγύπτιων φαραώ της 19ης και 20ής δυναστείας. Οι σπουδαιότεροι είναι: 1. Ρ. A’ (περίπου 1318 1317 π.Χ.). Ιδρυτής της 19ης δυναστείας. 2. Ρ. B’ (περίπου 1298 1232 π.Χ.). Γιος του Σέτι A’, υπήρξε ο πρώτος μεγάλος… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Στενήμαχος — I Ελληνική ονομασία της βουλγάρικης πόλης Ασένοβγκραντ. Στα τέλη του 11ου αι., η Σ. ήταν ένα ανοχύρωτο χωριό. Αργότερα, στην εποχή των Αγγέλων και των Παλαιολόγων, έγινε πρωτεύουσα της βυζαντινής επαρχίας της Ροδόπης. Πάνω από την πόλη υπήρχε… … Dictionary of Greek